αναπαραγωγέας

αναπαραγωγέας
ο αυτός που αναπαράγει, που κάνει αναπαραγωγή*.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αναπαράγω. Η λ. μαρτυρείται από το 1887 στον γεωπόνο και συγγραφέα Ραϊνόλδο Δημητριάδη).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • αναπαράγω — 1. παράγω εκ νέου ή συνεχώς όμοια πράγματα 2. (ειδικά για ζωντανούς οργανισμούς) δημιουργώ ον ομοειδές με εμένα 3. παθ. δημιουργούμαι ή μπορώ να προέλθω από όμοιο ον. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανα * + παράγω. Η λ. μαρτυρείται από το 1891 στην εφημερίδα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”